Ο Παρασκευάς ήταν άσος στο παρκάρισμα. Είχε μάθει άλλωστε στη μεγάλη αλάνα του χωριού το σωστό παντιλίκι, πώς να δίνει κόντρα και να καρφώνει από δευτέρα τρίτη και να επιταχύνει, αλλά πάνω απ’όλα μπορούσε να παρκάρει οποιοδήποτε όχημα, σε οποιοδήποτε μέρος, όσο στενό και ανηφορικό κι αν ήταν. Ήταν μια πολύ σωστή αντίληψη του χώρου, της κατεύθυνσης, του χειρισμού του οχήματος. Πόσο ίδιος ο πατέρας του… Μόνο ένας Πίτσος θα μπορούσε να ελιχθεί σε τέτοιες δύσκολες οδηγικές καταστάσεις, όπως πάλαι ποτέ έκανε ο κυρ-Λευτέρης με το αγροτικό, ή όταν στρίμωχνε με περίσσεια τέχνη τα πρόβατα ή πράιτα όπως έλεγε κατά μια εύηχη αργκό, στο μαντρί. Έτσι κι ο Παρασκευάς, “ίσιαξε” το OPC του σε μια κάθετο της Σκουφά και κατευθύνθηκε προς το κομμωτήριο που του είχαν προτείνει. Όπως κάθε ποδοσφαιριστής της ηλικίας του που σέβεται τον εαυτό του, λάνσαρε κι εκείνος την κόμμωση τύπου “κλαρινογαμπρινί” με το πλάι μέρος του κεφαλιού σχεδόν ξυρισμένο και επάνω πιο μακριά με φραντζικό να πετάει “επιμελώς ατημέλητα” προς μια κατεύθυνση. Ένα κούρεμα καλαίσθητο και μοντέρνο, μα συνάμα τόσο απαιτητικό να το διατηρήσεις. Πάνω απ’όλα όμως, ένα κούρεμα απόλυτα ταιριαστό σε έναν Παρασκευά Πίτσο, έναν άσο των γηπέδων και δει, σε μια “μεγάλη ομάδα της πρωτεύουσας η οποία πλέον δεν αγωνίζεται στην superleague”. Ο ατζέντης άλλωστε ήταν κάθετος κατά τις υπογραφές του συμβολαίου:
- Πίτσο, πιστεύω πολύ σε σένα, αλλά για να πιστέψει και ο κόσμος μας, πρέπει να του δώσεις αυτό που θέλει...
- Πέτα με στο γήπεδο με ένα ζευγάρι ασημί τάπες και θα σε φτιάξω εγώ κυρ-Γιώργη μου! Θα βλέπω δίχτυα σε κάθε ματσ!
- Ποιος μίλησε για γκολ ρε Πίτσο; αν ήθελε ο κόσμος να βλέπει γκολ και μπαλίτσα, έβλεπε και τη Ρεάλ! Χωρίς μαλλί σωστό στο γήπεδο δε βγαίνεις. Έχουμε μια εικόνα, ένα κύρος σαν ομάδα και ο λαός μας στηρίζει γιατί βλέπει αυτό που θέλει.
O Παρασκευάς τα άκουγε όλα αυτά με περίσσεια απορία. "Δεν παίζεται πλέον η μπάλα όπως στις αλάνες", σκέφτηκε, και αναπόλησε την καντίνα της Αννούλας δίπλα από την αλάνα, όπου κάθε βράδυ μετά το διπλό με τα παιδιά απ'την Θεόπετρα, που πάντα τους κερδίζαν γιατί φορούσαν όλοι τα "09" του Ρονάλντου και ρίχναν μόνο μύτους και κουντουπιέ μπροστά στην εστία, άσε που δεν παίζαν με τους "παλιούς" και η ομάδα του Παρασκευά χρεωνόταν πάντα έμμεσο όταν έδινε πάσα ο αμυντικός στον τερματοφύλακα κι αυτός την έπιανε με τα χέρια....
Ωραίο πανσετάκι έκανε η Αννούλα...
- Αχ θέλω να δοκιμάσουμε κάτι καινούριο, κάτι πιο φρέσκο, Μισέλ μου…”, είπε η Μαριβίκη, απευθυνόμενη στον χρόνια προσωπικό της κομμωτή, και κολλητό Μισέλ.
- Η Τζέλα εμφανίστηκε προχθές με νέα κουπ και αμέσως όλες άρχισαν να ασχολούνται μαζί της. Δεν θα μπορέσω ποτέ να χωνέψω κάτι τέτοιο, jamais, jamais, jamais!
Πρώτη φορά έβλεπε ο Μισέλ τόσο έξαλλη την Μαριβίκη, σε σημείο να πρέπει να θυμηθεί αν είχε φέρει στην τσάντα του τα Felden, μπας και την ηρεμίσει λίγο...
- Ε μα όχι αγάπη μου! Δε θα μας το παίζει η κυρία Τζέλα ντίβα, που πάει και μου κάνει το μπωτέ στην άλλη την κουλή τον Μάκη! Θα σε κάνω εγώ Μαριβίκη μου αγνώριστη. Θα ξεχάσουν τη Τζέλα και την κάθε δευτεράντζα Τζέλα να μην ξέρει που να κρυφτεί όταν σε βλέπει! κι έβγαλε ο Μισέλ σιγά σιγά τα Felden από την τσάντα, ακουμπώντας τα προσεκτικά δίπλα στο iPhone Goldstriker 3GS Supreme της Μαριβίκης.
- Δεν ξέρω τι θα κάνεις Μισέλ μου! Κάνε κάτι! Κάνε κάτι! Δεν είμαι καλά!
- Μωρή, δε μου λες, τι έγινε με τον Θεμιστοκλή Μπάρδα, το γιο του Ανδρέα Μπάρδα του εφοπλιστή; δεν είχατε βγει εκείνο το βράδυ μετά το γεύμα εργασίας του πατέρα σου;
- Ε βγήκαμε...
- Τι "ε βγήκαμε" μωρή, τι κάνατε που βγήκατε; δεν προχώρησε η κατάσταση; μπάμια μας βγήκε το αγγούρι; φανερά ξενερωμένος ο Μισέλ, αφέθηκε τόσο, που ίσα που πρόλαβε και ξεστόμισε την τελευταία του κουβέντα στα πρωτευουσιάνικα. Και τότε κάτι άστραψε στο μάτι της Μαριβίκης.
- Σε παρακαλώ Μισέλ, πως εκφράζεσαι έτσι! Ευτυχώς δεν είναι και κάποιος δικός μου μαζί να σε ξεκόψουν μια και καλή από μένα.
- Με το μπαρδόν Μαριβίκη μου....
- Όχι δεν έγινε τίποτα. Βγήκαμε Μεγάλη Βρετανία, κλασικά, ξενέρωτα, και μετά στο γιοτ του για σαμπάνια και hors d'oeuvres,, Τα ίδια και τα ίδια, δεν αντέχω πια.
- Βρε μπας και σε πρόσβαλε ο αλήτης; να τον πιάσω να τονε κάνω βούκινο στα κοσμικά;
- Ούτε καν, ένας τέλειος τζέντλεμανσ ήταν. Μάλιστα, ζήτησε από τον Τζάρβις, τον προσωπικό του οδηγό να με πάει σπίτι. Μόνο λίγο παράξενο μου φάνηκε που καθώς φεύγαμε με το αυτοκίνητο, είδα πίσω από τα αλεξίσφαιρα φιμέ τζάμια, τον κολλητό του Ντάνυ, να βγαίνει με μπουρνούζι από την κουζίνα του γιότ με μια φέτα σολωμό Σκωτίας και μια νεροκολοκύθα, την οποία έδωσε στον Ανδρέα και μετά του πιασε το δεξί μπούτι. Τι να πω...
- Απαπαπαπα αγάπη μου, λάθος θα είδες. Ξέρεις πως παραμορφώνουν την εικόνα τα αλεξίσφαιρα σήμερα; άσε... Πάντως Μαριβίκη μου, φέρε εδώ τα Felden, δεν είναι τέτοιο το πρόβλημα σου. Κοίτα να δεις καμιά χαρά εκεί κάτω, γιατί δεν σε βλέπω καλά. Σαν χαλί της Μιραράκη έχεις γίνει...
Δεν πρόκαμε να ολοκληρώσει την φράση του ο Μισέλ, και η βαριά, κρυστάλλινη, με σφυρήλατες επενδύσεις, πόρτα του κομμωτηρίου άνοιξε.
Μια ξεχωριστή φιγούρα, που όμοια της δεν είχε ξαναδεί ο συρφετός περμαναντ στο μαγαζί, έκανε δειλά δειλά την είσοδο της, στον κυρίως χώρο, κατευθυνόμενη προς τη ρεσεψιόν.
Τόσο η Μαριβίκη, όσο και ο Μισέλ, τα χασαν. Πρώτη φορά έμπαινε κάτι τόσο.... 'ξεχωριστό" στο κομμωτήριο. Κάτι τόσο αγνό και... εξωτικά άδολο, σαν ζυγούρι που γλίτωσε τη σφαγή, σαν πρωτόπηχτο γιαούρτι, με δέρμα απαλό και άσπρο σαν κατίκι Δομοκού, μαλλί που θύμιζε μπατανόβουρτσα που χει φάει ισιωτική, μύτη σαν χαλασμένη σακοράφα από το πολύ μπάλωμα.... Ο Παρασκευάς Πίτσος, μετά την μάλλον, "θριαμβευτική" είσοδο του, έφτασε στην ρεσεψιόν, ακούμπησε το χέρι στον πάγκο, όπως πάλαι ποτέ έκανε και στο "Έβελιν" στο χωριό, ζητώντας το ποτό που τόσο σπέσιαλ έφτιαχνε ο κυρ Ανέστης: Κάτεσαρ με φρίγουει κόλα και ον δε ρουοκσ, όπως το ζήταγε πάντα.
- Προσοχή σας παρακαλώ κύριε, είναι κερασιά το ξύλο, είπε η Λία η ρεσεψιονίστ, φανερά ταραγμένη από τη συμπεριφορά του νεαρού Παρασκευά.
- Και που ειν' τα κεράσια, α; απάντησε γελώντας ο Παρασκευάς, κάνοντας το λεγόμενο, "χιουμοράκι".
- Ξέρεις, επειδή κερασιά είναι μεν το δέντρο, αλλά και το ξύλο, και ο πάγκος δεν έχει μήτε κλαδιά, μήτε κεράσια, χαχα, κατάλαβες ε;
Η Λία όμως κοίταζε με μια εμφανή έκφραση απορίας σε συνδυασμό με τρόμο.
- Δεν σας καταλαβαίνω... Έχετε κάποιο.. ραντεβού ίσως;
- Εμένα μ'είπαν να ρθω δω, δεν ξέρω τι μου λετε.
- Έχετε κάποιο ραντεβού για coiffure κύριε;
- Τι κιοφούρ και Καφού μου λες ρε κοκκώνα μου; εγώ για το μαλλίμ' ήρθα!
- Αυτό εννοώ κύριε....
Λίγο πιο εκεί ο Μισέλ προσπαθούσε μάταια να συγκρατήσει το μυαλό του και το βλέμμα στο μαλλί της Μαριβίκης, αλλά και η ίδια με το ζόρι καθόταν με την πλάτη στην πολυθρόνα για να μην την αφήσει κουρούπα ο αγαπημένος της Μισέλ. Αυτός ο νεαρός, εξέπεμπε κάτι τόσο... διαφορετικό, κάτι τόσο απόκοσμο, κάτι otherwordly που θα λεγε και η αγαπημένη της Ithaca... ο κύκλος της σίγουρα δεν περιελάμβανε τόσο εκθαμβωτικό. Να ταν τα στρασάκια στην πλάτη του μπουφάν από δερματίνη του Παρασκευά; λίγη σημασία είχε. Η Μαριβίκη ΕΠΡΕΠΕ με κάθε τρόπο να πλησιάσει αυτόν τον άγνωστο. Ξαφνικά, κανένα χάπι, κανένα παυσίπονο, κανένα σπα, κανένα τάι μασάζ δε μπορούσε να την ηρεμήσει. Ούτε το τσεκ του μπαμπά και ο Ζολώτας άδειος μπορούσαν να δώσουν τέτοια ικανοποίηση στη Μαριβίκη. Ξαφνικά ο κόσμος άδειασε, ο χρόνος σταμάτησε και υπήρχαν μόνο αυτή, και αυτός...
- Αγάπη μου είσαι καλά; ρώτησε ο Μισέλ που για αρκετή ώρα δεν άκουγε ούτε την αναπνοή της Μαριβίκης και τράβηξε ανεπαίσθητα μια τούφα, ενώ μόλις είχε περάσει το 5.7 Argan oil Advanced colorant shoκολατί του Korre.
Η Μαριβίκη είχε χαθεί. Οι αθώες σκέψεις της, άρχισαν σιγά σιγά να δίνουν τη θέση τους σε άλλες, όχι τόσο πρωτόγνωρες, αλλά σίγουρα "διεστραμμένες" για το status της, σκέψεις. "Πως να μυρίζουν άραγε, τα σουβλάκια στον Ορχομενό...;"
- Κατάλαβα αγάπη μου, εσύ έφαγες σκάλωμα.... συμπέρανε ο Μισέλ με μια μάλλον στενάχωρη ξινίλα, ενώ περνούσε τη βαφή και στο υπόλοιπο μαλλί. Πόσο καλά την ήξερε. Χρόνια φίλοι, και στα καλά και στα δύσκολα, όπως τότε, εν μέσω λαμπρής δεξίωσης στο Ζάππειο και ενώ η Μαριβίκη ήταν εκθαμβωτική όσο ποτέ, από λάθος ενός άτσαλου δουλικού, γλίστρησε ο δίσκος με τις shoμπάνιες και στην προσπάθεια της να τον αποφύγει, έσπασε το χτιστό νύχι στο μικρό δάχτυλο. Ευτυχώς ήταν και ο Μισέλ συνοδός της εκεί, και πάλι καλά δηλαδή που είχε πρόχειρο τζελ χτισίματος στο χρώμα της Μαριβίκης κι ένα πρόχειρο μικρό φουρνάκι για άμεσο στέγνωμα στις τουαλέτες και γλίτωσε την ξεφτίλα. Είχε πάρει το μάτι της ωστόσο την Τζόρτζια Λινάρδου να κρυφοκοιτάει, αλλά ευτυχώς ο Μισέλ απείλησε ότι θα βγάλει στη φόρα τη σχέση της με τον πτωχομπινέ αρχιτέκτονα από τα Κιούρκα και έτσι κέρδισε την σιωπή της.
Έτσι και τώρα ο Μισέλ ήταν αυτός που θα "έσωζε" για μια ακόμη φορά τη Μαριβίκη. Με ένα νόημα στην αγανακτισμένη πλέον Λία, που δε μπορούσε να βγάλει συνεννόηση με τον Παρασκευά, η ρεσεψιονίστ τον οδήγησε στην πολυθρόνα δίπλα στην Μαριβίκη.
- Βρε, θα το τρελάνεις το κορίτσι μας παλιόπαιδο! είπε όλο σκέρτσο ο Μισέλ στον Παρασκευά, καθώς του φορούσε την ποδιά στο λαιμό.
- Αι μωρέ με την αφιονισμένη, δεν ξερ' τι λέει...
- Καλέ, δε λέω για τη Λία, δε θα μας φαν και τα δουλικά τα τεκνά.... Για την Μαριβίκη μας λέω, το κορίτσι μας το αγαπημένο! και γυρνώντας την πολυθρόνα προς το μέρος του Παρασκευά, έσκασε ένα δειλό χαμόγελο η Μαριβίκη με το βλέμμα αγέρωχα στραμμένο ψηλά και ολίγον δεξιά, τα μάτια όμως δε μπορούσα να ξεφύγουν από τον θεληματικό προγναθισμό του νεαρού...
Κι ο Παρασκευάς όμως έχοντας τα χαμένα από αυτό που αντίκρυζε, δεν ήξερε τι να πει...
- Αι ρε, τι χρώμα είναι αυτό, έτσι έβαφε η μάναμ τα τσουράπια για να μην τα λερώνει με τσλάσπσ...
Αυτή ήταν. Η Μαριβίκη βρήκε τον εαυτό της να λιποθυμάει στα λεπτεπίλεπτα χέρια του Μισέλ που παραλίγο θα ρίχνε και την υπόλοιπη βαφή στο πανάκριβο MacQueen της, εν μέσω στριγγλιών και πανικού στο κατάμεστο κομμωτήριο.
Ποια μοίρα έφερε αυτό τον γοητευτικά άξεστο νεαρό στο δρόμος της; πως θα μπορούσε να συνέλθει μετά από μια τέτοια πρώτη "γνωριμία"; τι να ταν άραγε αυτό το ερέθισμα που "έλυσε" όλες τις ευαίσθητες νευρικές απολήξεις στα λαιμά της Μαριβίκης με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις της;
Συνεχίζεται....