Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2015

Νομικό offside - Μέρος δεύτερο - Μοιραία συνάντηση



Ο Παρασκευάς ήταν άσος στο παρκάρισμα. Είχε μάθει άλλωστε στη μεγάλη αλάνα του χωριού το σωστό παντιλίκι, πώς να δίνει κόντρα και να καρφώνει από δευτέρα τρίτη και να επιταχύνει, αλλά πάνω απ’όλα μπορούσε να παρκάρει οποιοδήποτε όχημα, σε οποιοδήποτε μέρος, όσο στενό και ανηφορικό κι αν ήταν. Ήταν μια πολύ σωστή αντίληψη του χώρου, της κατεύθυνσης, του χειρισμού του οχήματος. Πόσο ίδιος ο πατέρας του… Μόνο ένας Πίτσος θα μπορούσε να ελιχθεί σε τέτοιες δύσκολες οδηγικές καταστάσεις, όπως πάλαι ποτέ έκανε ο κυρ-Λευτέρης με το αγροτικό, ή όταν στρίμωχνε με περίσσεια τέχνη τα πρόβατα ή πράιτα όπως έλεγε κατά μια εύηχη αργκό, στο μαντρί. Έτσι κι ο Παρασκευάς, “ίσιαξε” το OPC του σε μια κάθετο της Σκουφά και κατευθύνθηκε προς το κομμωτήριο που του είχαν προτείνει. Όπως κάθε ποδοσφαιριστής της ηλικίας του που σέβεται τον εαυτό του, λάνσαρε κι εκείνος την κόμμωση τύπου “κλαρινογαμπρινί” με το πλάι μέρος του κεφαλιού σχεδόν ξυρισμένο και επάνω πιο μακριά με φραντζικό να πετάει “επιμελώς ατημέλητα” προς μια κατεύθυνση. Ένα κούρεμα καλαίσθητο και μοντέρνο, μα συνάμα τόσο απαιτητικό να το διατηρήσεις. Πάνω απ’όλα όμως, ένα κούρεμα απόλυτα ταιριαστό σε έναν Παρασκευά Πίτσο, έναν άσο των γηπέδων και δει, σε μια “μεγάλη ομάδα της πρωτεύουσας η οποία πλέον δεν αγωνίζεται στην superleague”. Ο ατζέντης άλλωστε ήταν κάθετος κατά τις υπογραφές του συμβολαίου:

- Πίτσο, πιστεύω πολύ σε σένα, αλλά για να πιστέψει και ο κόσμος μας, πρέπει να του δώσεις αυτό που θέλει...

- Πέτα με στο γήπεδο με ένα ζευγάρι ασημί τάπες και θα σε φτιάξω εγώ κυρ-Γιώργη μου! Θα βλέπω δίχτυα σε κάθε ματσ!

- Ποιος μίλησε για γκολ ρε Πίτσο; αν ήθελε ο κόσμος να βλέπει γκολ και μπαλίτσα, έβλεπε και τη Ρεάλ! Χωρίς μαλλί σωστό στο γήπεδο δε βγαίνεις. Έχουμε μια εικόνα, ένα κύρος σαν ομάδα και ο λαός μας στηρίζει γιατί βλέπει αυτό που θέλει.




O Παρασκευάς τα άκουγε όλα αυτά με περίσσεια απορία. "Δεν παίζεται πλέον η μπάλα όπως στις αλάνες", σκέφτηκε, και αναπόλησε την καντίνα της Αννούλας δίπλα από την αλάνα, όπου κάθε βράδυ μετά το διπλό με τα παιδιά απ'την Θεόπετρα, που πάντα τους κερδίζαν γιατί φορούσαν όλοι τα "09" του Ρονάλντου και ρίχναν μόνο μύτους και κουντουπιέ μπροστά στην εστία, άσε που δεν παίζαν με τους "παλιούς" και η ομάδα του Παρασκευά χρεωνόταν πάντα έμμεσο όταν έδινε πάσα ο αμυντικός στον τερματοφύλακα κι αυτός την έπιανε με τα χέρια....

Ωραίο πανσετάκι έκανε η Αννούλα...




- Αχ θέλω να δοκιμάσουμε κάτι καινούριο, κάτι πιο φρέσκο, Μισέλ μου…”, είπε η Μαριβίκη, απευθυνόμενη στον χρόνια προσωπικό της κομμωτή, και κολλητό Μισέλ.
- Η Τζέλα εμφανίστηκε προχθές με νέα κουπ και αμέσως όλες άρχισαν να ασχολούνται μαζί της. Δεν θα μπορέσω ποτέ να χωνέψω κάτι τέτοιο, jamais, jamais, jamais!

Πρώτη φορά έβλεπε ο Μισέλ τόσο έξαλλη την Μαριβίκη, σε σημείο να πρέπει να θυμηθεί αν είχε φέρει στην τσάντα του τα Felden, μπας και την ηρεμίσει λίγο...

- Ε μα όχι αγάπη μου! Δε θα μας το παίζει η κυρία Τζέλα ντίβα, που πάει και μου κάνει το μπωτέ στην άλλη την κουλή τον Μάκη! Θα σε κάνω εγώ Μαριβίκη μου αγνώριστη. Θα ξεχάσουν τη Τζέλα και την κάθε δευτεράντζα Τζέλα να μην ξέρει που να κρυφτεί όταν σε βλέπει! κι έβγαλε ο Μισέλ σιγά σιγά τα Felden από την τσάντα, ακουμπώντας τα προσεκτικά δίπλα στο iPhone Goldstriker 3GS Supreme της Μαριβίκης.

- Δεν ξέρω τι θα κάνεις Μισέλ μου! Κάνε κάτι! Κάνε κάτι! Δεν είμαι καλά! 
- Μωρή, δε μου λες, τι έγινε με τον Θεμιστοκλή Μπάρδα, το γιο του Ανδρέα Μπάρδα του εφοπλιστή; δεν είχατε βγει εκείνο το βράδυ μετά το γεύμα εργασίας του πατέρα σου;
- Ε βγήκαμε...
- Τι "ε βγήκαμε" μωρή, τι κάνατε που βγήκατε; δεν προχώρησε η κατάσταση; μπάμια μας βγήκε το αγγούρι; φανερά ξενερωμένος ο Μισέλ, αφέθηκε τόσο, που ίσα που πρόλαβε και ξεστόμισε την τελευταία του κουβέντα στα πρωτευουσιάνικα. Και τότε κάτι άστραψε στο μάτι της Μαριβίκης.
- Σε παρακαλώ Μισέλ, πως εκφράζεσαι έτσι! Ευτυχώς δεν είναι και κάποιος δικός μου μαζί να σε ξεκόψουν μια και καλή από μένα. 
- Με το μπαρδόν Μαριβίκη μου....
- Όχι δεν έγινε τίποτα. Βγήκαμε Μεγάλη Βρετανία, κλασικά, ξενέρωτα, και μετά στο γιοτ του για σαμπάνια και hors d'oeuvres,, Τα ίδια και τα ίδια, δεν αντέχω πια.
- Βρε μπας και σε πρόσβαλε ο αλήτης; να τον πιάσω να τονε κάνω βούκινο στα κοσμικά;
- Ούτε καν, ένας τέλειος τζέντλεμανσ ήταν. Μάλιστα, ζήτησε από τον Τζάρβις, τον προσωπικό του οδηγό να με πάει σπίτι. Μόνο λίγο παράξενο μου φάνηκε που καθώς φεύγαμε με το αυτοκίνητο, είδα πίσω από τα αλεξίσφαιρα φιμέ τζάμια, τον κολλητό του Ντάνυ, να βγαίνει με μπουρνούζι από την κουζίνα του γιότ με μια φέτα σολωμό Σκωτίας και μια νεροκολοκύθα, την οποία έδωσε στον Ανδρέα και μετά του πιασε το δεξί μπούτι. Τι να πω...
- Απαπαπαπα αγάπη μου, λάθος θα είδες. Ξέρεις πως παραμορφώνουν την εικόνα τα αλεξίσφαιρα σήμερα; άσε... Πάντως Μαριβίκη μου, φέρε εδώ τα Felden, δεν είναι τέτοιο το πρόβλημα σου. Κοίτα να δεις καμιά χαρά εκεί κάτω, γιατί δεν σε βλέπω καλά. Σαν χαλί της Μιραράκη έχεις γίνει...

Δεν πρόκαμε να ολοκληρώσει την φράση του ο Μισέλ, και η βαριά, κρυστάλλινη, με σφυρήλατες επενδύσεις, πόρτα του κομμωτηρίου άνοιξε. 
Μια ξεχωριστή φιγούρα, που όμοια της δεν είχε ξαναδεί ο συρφετός περμαναντ στο μαγαζί, έκανε δειλά δειλά την είσοδο της, στον κυρίως χώρο, κατευθυνόμενη προς τη ρεσεψιόν.
Τόσο η Μαριβίκη, όσο και ο Μισέλ, τα χασαν. Πρώτη φορά έμπαινε κάτι τόσο.... 'ξεχωριστό" στο κομμωτήριο. Κάτι τόσο αγνό και... εξωτικά άδολο, σαν ζυγούρι που γλίτωσε τη σφαγή, σαν πρωτόπηχτο γιαούρτι, με δέρμα απαλό και άσπρο σαν κατίκι Δομοκού, μαλλί που θύμιζε μπατανόβουρτσα που χει φάει ισιωτική, μύτη σαν χαλασμένη σακοράφα από το πολύ μπάλωμα.... Ο Παρασκευάς Πίτσος, μετά την μάλλον, "θριαμβευτική" είσοδο του, έφτασε στην ρεσεψιόν, ακούμπησε το χέρι στον πάγκο, όπως πάλαι ποτέ έκανε και στο "Έβελιν" στο χωριό, ζητώντας το ποτό που τόσο σπέσιαλ έφτιαχνε ο κυρ Ανέστης: Κάτεσαρ με φρίγουει κόλα και ον δε ρουοκσ, όπως το ζήταγε πάντα. 
- Προσοχή σας παρακαλώ κύριε, είναι κερασιά το ξύλο, είπε η Λία η ρεσεψιονίστ, φανερά ταραγμένη από τη συμπεριφορά του νεαρού Παρασκευά.
- Και που ειν' τα κεράσια, α; απάντησε γελώντας ο Παρασκευάς, κάνοντας το λεγόμενο, "χιουμοράκι".
- Ξέρεις, επειδή κερασιά είναι μεν το δέντρο, αλλά και το ξύλο, και ο πάγκος δεν έχει μήτε κλαδιά, μήτε κεράσια, χαχα, κατάλαβες ε; 
Η Λία όμως κοίταζε με μια εμφανή έκφραση απορίας σε συνδυασμό με τρόμο.
- Δεν σας καταλαβαίνω... Έχετε κάποιο.. ραντεβού ίσως; 
- Εμένα μ'είπαν να ρθω δω, δεν ξέρω τι μου λετε.
- Έχετε κάποιο ραντεβού για coiffure κύριε;
- Τι κιοφούρ και Καφού μου λες ρε κοκκώνα μου; εγώ για το μαλλίμ' ήρθα!
- Αυτό εννοώ κύριε.... 

Λίγο πιο εκεί ο Μισέλ προσπαθούσε μάταια να συγκρατήσει το μυαλό του και το βλέμμα στο μαλλί της Μαριβίκης, αλλά και η ίδια με το ζόρι καθόταν με την πλάτη στην πολυθρόνα για να μην την αφήσει κουρούπα ο αγαπημένος της Μισέλ. Αυτός ο νεαρός, εξέπεμπε κάτι τόσο... διαφορετικό, κάτι τόσο απόκοσμο, κάτι otherwordly που θα λεγε και η αγαπημένη της Ithaca... ο κύκλος της σίγουρα δεν περιελάμβανε τόσο εκθαμβωτικό. Να ταν τα στρασάκια στην πλάτη του μπουφάν από δερματίνη του Παρασκευά; λίγη σημασία είχε. Η Μαριβίκη ΕΠΡΕΠΕ με κάθε τρόπο να πλησιάσει αυτόν τον άγνωστο. Ξαφνικά, κανένα χάπι, κανένα παυσίπονο, κανένα σπα, κανένα τάι μασάζ δε μπορούσε να την ηρεμήσει. Ούτε το τσεκ του μπαμπά και ο Ζολώτας άδειος μπορούσαν να δώσουν τέτοια ικανοποίηση στη Μαριβίκη. Ξαφνικά ο κόσμος άδειασε, ο χρόνος σταμάτησε και υπήρχαν μόνο αυτή, και αυτός...
- Αγάπη μου είσαι καλά; ρώτησε ο Μισέλ που για αρκετή ώρα δεν άκουγε ούτε την αναπνοή της Μαριβίκης και τράβηξε ανεπαίσθητα μια τούφα, ενώ μόλις είχε περάσει το 5.7 Argan oil Advanced colorant shoκολατί του Korre. 
Η Μαριβίκη είχε χαθεί. Οι αθώες σκέψεις της, άρχισαν σιγά σιγά να δίνουν τη θέση τους σε άλλες, όχι τόσο πρωτόγνωρες, αλλά σίγουρα "διεστραμμένες" για το status της, σκέψεις. "Πως να μυρίζουν άραγε, τα σουβλάκια στον Ορχομενό...;"
- Κατάλαβα αγάπη μου, εσύ έφαγες σκάλωμα.... συμπέρανε ο Μισέλ με μια μάλλον στενάχωρη ξινίλα, ενώ περνούσε τη βαφή και στο υπόλοιπο μαλλί. Πόσο καλά την ήξερε. Χρόνια φίλοι, και στα καλά και στα δύσκολα, όπως τότε, εν μέσω λαμπρής δεξίωσης στο Ζάππειο και ενώ η Μαριβίκη ήταν εκθαμβωτική όσο ποτέ, από λάθος ενός άτσαλου δουλικού, γλίστρησε ο δίσκος με τις shoμπάνιες και στην προσπάθεια της να τον αποφύγει, έσπασε το χτιστό νύχι στο μικρό δάχτυλο. Ευτυχώς ήταν και ο Μισέλ συνοδός της εκεί, και πάλι καλά δηλαδή που είχε πρόχειρο τζελ χτισίματος στο χρώμα της Μαριβίκης κι ένα πρόχειρο μικρό φουρνάκι για άμεσο στέγνωμα στις τουαλέτες και γλίτωσε την ξεφτίλα. Είχε πάρει το μάτι της ωστόσο την Τζόρτζια Λινάρδου να κρυφοκοιτάει, αλλά ευτυχώς ο Μισέλ απείλησε ότι θα βγάλει στη φόρα τη σχέση της με τον πτωχομπινέ αρχιτέκτονα από τα Κιούρκα και έτσι κέρδισε την σιωπή της.
Έτσι και τώρα ο Μισέλ ήταν αυτός που θα "έσωζε" για μια ακόμη φορά τη Μαριβίκη. Με ένα νόημα στην αγανακτισμένη πλέον Λία, που δε μπορούσε να βγάλει συνεννόηση με τον Παρασκευά, η ρεσεψιονίστ τον οδήγησε στην πολυθρόνα δίπλα στην Μαριβίκη. 
- Βρε, θα το τρελάνεις το κορίτσι μας παλιόπαιδο! είπε όλο σκέρτσο ο Μισέλ στον Παρασκευά, καθώς του φορούσε την ποδιά στο λαιμό.
- Αι μωρέ με την αφιονισμένη, δεν ξερ' τι λέει...
- Καλέ, δε λέω για τη Λία, δε θα μας φαν και τα δουλικά τα τεκνά.... Για την Μαριβίκη μας λέω, το κορίτσι μας το αγαπημένο! και γυρνώντας την πολυθρόνα προς το μέρος του Παρασκευά, έσκασε ένα δειλό χαμόγελο η Μαριβίκη με το βλέμμα αγέρωχα στραμμένο ψηλά και ολίγον δεξιά, τα μάτια όμως δε μπορούσα να ξεφύγουν από τον θεληματικό προγναθισμό του νεαρού...
Κι ο Παρασκευάς όμως έχοντας τα χαμένα από αυτό που αντίκρυζε, δεν ήξερε τι να πει...

- Αι ρε, τι χρώμα είναι αυτό, έτσι έβαφε η μάναμ τα τσουράπια για να μην τα λερώνει με τσλάσπσ...

Αυτή ήταν. Η Μαριβίκη βρήκε τον εαυτό της να λιποθυμάει στα λεπτεπίλεπτα χέρια του Μισέλ που παραλίγο θα ρίχνε και την υπόλοιπη βαφή στο πανάκριβο MacQueen της, εν μέσω στριγγλιών και πανικού στο κατάμεστο κομμωτήριο. 
Ποια μοίρα έφερε αυτό τον γοητευτικά άξεστο νεαρό στο δρόμος της; πως θα μπορούσε να συνέλθει μετά από μια τέτοια πρώτη "γνωριμία"; τι να ταν άραγε αυτό το ερέθισμα που "έλυσε" όλες τις ευαίσθητες νευρικές απολήξεις στα λαιμά της Μαριβίκης με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις της;



Συνεχίζεται....

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Νομικό offside - Μέρος πρώτο - Έρωτας από τη σέντρα



Τις Παρασκευές οι προπονήσεις τελειώνουν σχετικά νωρίς. Είχε πάει 6 το απόγευμα, κι έξω από το προπονητήριο, μια μορφή εξουθενωμένη περπατάει αργά, αλλά σταθερά προς το αυτοκίνητο. Ήταν ένα σιέλ Opel Corsa OPC, full extra, πρόσφατα αποκτηθέν από το νεαρό ποδοσφαιριστή, που μόλις είχε υπογράψει συμβόλαιο με “μεγάλη ομάδα της πρωτεύουσας που δεν αγωνίζεται πλέον στη super league”. Ειδική παραγγελία, με χοντρή εξάτμιση, φιμέ τζάμια, στα 1800 κυβικά με 220 άλογα, και τελική να ξεπερνά τα 320 χιλιόμετρα, όνειρο ζωής για τον επαρχιώτη ποδοσφαιριστή, που επιτέλους έβλεπε τις καταστάσεις να παίρνουν το δρόμο τους…

Ο Παρασκευάς Πίτσος ήταν καθαρό σέντερ φορ από τη στιγμή που πρωτοκλώτσησε το τόπι στις αλάνες της ποδοσφαιρομάνας Τρίκκης. Γεννημένος στην Σκλάταινα -ή Ρίζωμα όπως αποκαλείται πλέον-, ένα μικρό γραφικό χωριό νότια των Τρικάλων, φάνηκε από νωρίς ότι ο δρόμος που θα ακολουθούσε θα ήταν η μεγάλη και φωτισμένη λεωφόρος του ποδοσφαίρου. Μέτριος έως κακός μαθητής, μόνιμα κοπανατζής και ανορθόγραφος. Δεν τον νοιάζανε τα γράμματα και οι τέχνες, παρά μόνο να παίζει ποδόσφαιρο με τα άλλα παιδιά του χωριού. Και ήταν καλός. Πολλλύ καλός. Πάντα όποιος κέρδιζε στο “πατητό” τον διάλεγε πρώτο και ήταν πάντα ο αρχηγός της ομάδας. Η μητέρα του τον παρακαλούσε να διαβάζει ώστε να καλλιεργήσει και το πνεύμα του, αλλά αυτός μόνιμα με μία μπάλα να πηγαίνει πάνω -κάτω στις πλατείες και τις στρούγκες του χωριού. “Θα μεγαλώσεις και θα γίνς ντουγάν’ Βούλη μου, άνοιξ’ κανά βιβλίο γιέ μου” του φώναζε κάθε μέρα η κυρά-Τασούλα και κάθε μέρα ο Βούλης γυρνούσε αργά το απόγευμα σπίτι, έτρωγε τρία φρέσκα αυγά από το κοτέτσι τους και ξαναέφευγε για παιχνίδι. Και το μυαλό του ήταν εκεί, στη στρογγυλή θεά. Το δωμάτιο του μικρού Παρασκευά ήταν γεμάτο με αφίσες όλων των ινδαλμάτων του. Ζλάτκο Ζάχοβιτς, Νέρι Καστίγιο, Ζε Ελίας, Στράτος Παπουτσέλης, Αντρέα Παλομπαρίνι. Ήταν όλοι εκεί.... και το όνειρο του Παρασκευά ολοένα και μεγάλωνε στην άδολη κι αχόρταγη παιδική καρδιά του. Το "λιμάνι" ήταν το όνειρο του....

Στα 15 του, ενώ έπαιζε στην τοπική ομάδα Α.Ο. Ριζώματος τον βρήκε τυχαία ένας κυνηγός ταλέντων. Το παιχνίδι ήταν ΑΟΡ - Δόξα Κρανίτσας και ο Παρασκευάς σκόραρε χατ-τρικ και έδωσε τη νίκη στην ομάδα του. Ο σκάουτερ τον προσέγγισε κατευθείαν και τον έπεισε να έρθει και να υπογράψει στον Α.Ο. Τρικάλων. Ο Παρασκευάς ξεχώρισε σαν τη μύγα μες στο γιαούρτι και μόλις 3 χρόνια μετά μετακινήθηκε στον Εδεσσαϊκό, λογιζόμενος ως πουλέν του αντιπρόεδρου της ομάδας Άκη Μάτσιου. Το επόμενο βήμα στην καριέρα του έγινε πριν λίγους μήνες. Ο Παρασκευάς Πίτσος βρέθηκε στα 24 του πλέον να προπονείται με την “μεγάλη ομάδα της πρωτεύουσας που πλέον δεν αγωνίζεται στην Super League”. Όχι ακριβώς το όνειρο του δηλαδή, αλλά σάματις κι ο ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ Κώστας Μανωλάς έτσι δεν ξεκίνησε;

Το ταξίδι συνεχιζόταν, αλλά τώρα ο Παρασκευάς έπρεπε να αποδείξει πολλά και να δικαιώσει αυτούς που του έδωσαν αυτή την ευκαιρία…




Σε έναν εντελώς διαφορετικό από αυτόν του Παρασκευά κόσμο, έναν κόσμο πιο λαμπερό και κοσμοπολίτικο, από τη χλιδή και το μπουρζουά της υπόθεσης, γεννήθηκε και μεγάλωσε η Μαριβίκη Καλλέργη. Κόρη του μεγαλοδικηγόρου Κίμωνα Καλλέργη, της γνωστής οικογενείας νομικών, η Μαριβίκη μεγάλωσε σε ένα “γυάλινο” περιβάλλον, γεμάτο ανέσεις, φρου-φρου και αρώματα, γαλλικά και πιάνο, τιμόν και πούμπα. Η ζωή κυλούσε ξένοιαστα, χωρίς τα προβλήματα της καθημερινότητας, χωρίς δυσκολίες, χωρίς όμως και κανένα ενδιαφέρον, καμία εξέλιξη καμία αλλαγή, με ένα μέλλον προδιαγεγραμένο για την Μαριβίκη, μιας και δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει κάτι διαφορετικό από την αυστηρή παράδοση που κατείχει η οικογένεια της εδώ και αιώνες. Από τους νοταράδες του Αυτοκράτορα Λέωντα του Σοφού, στους δικηγόρους Καλλέργηδες που μια τους απόφαση εκεί σταις Αγγλίαις, μπορούσε να καθορίζει τη μοίρα δεκάδων ναυτιλιακών εταιριών, έτσι και η Μαριβίκη, έπρεπε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και των παραδόσεων της οικογένειας. Η αρχή είχε ήδη γίνει, μιας και είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των δευτεροβάθμιων σπουδών της στο φημισμένο Αρσάκειο κολλέγιο, όπως και οι πρόγονοί της, φυσικά σαν αριστούχος και πρωτεύσασα, μετ’επαίνων και υποτροφία για το εξωτερικό. Η ίδια, σε πείσμα του πατέρα της Κίμωνα, διάλεξε την Νομική Αθηνών, όπου και πέρασε πρώτη, με 25.000 μόρια (είχε βλέπετε επιπλέον μόρια λόγω του ότι ήταν πρωταθλήτρια στην Ιππασία, και το badminton). Ο αυστηρός πατέρας ήθελε η κόρη του να σπουδάσει στο Yale όπως και αυτός, αλλά τουλάχιστον τώρα ήταν σίγουρος ότι ούσα στην Αθήνα, η Μαριβίκη θα παραμείνει υπό την επιρροή του, και δεν θα παρεκκλίνει από τους στόχους που είχε θέσει η οικογένεια. 

Από μικρή η Μαριβίκη ήταν ένα παιδί γεμάτο περιέργεια. Την έλκυε το διαφορετικό, το παράξενο, το... απαγορευμένο, που θα λεγε και θεά Βίσση. Αν και αποκομμένη από κάθε τι μη-μεγαλοαστό, που την έχανες που την έβρισκες, το αθώο βλέμμα της ήταν στραμμένο σε κάποιο πτωχό παιδί του Γαλατσίου, κάποιον τυχάρπαστο μικροαστό των Αμπελοκήπων να πίνει φρεντάκι στην Πανόρμου, κάποια μπασκλάς κοπελιά στην Ερμού να ψωνίζει, κι όλα αυτά τυχαία, καθώς διέσχιζαν τους δρόμους των Αθηνών με την Bentley του μπαμπά, κατευθυνόμενοι προς Βουλιαγμένη για ένα γρήγορο μπάνιο. Αυτό ο κρυφός πόθος για το λαικό, το άξεστο, την είχε οδηγήσει μέχρι και να μάθει απλά πρωτευουσιάνικα, μια διάλεκτο μη επιτρεπτή στον Οίκο των Καλλέργηδων. Ο πατέρας της είχε επιβάλλει "πρόστιμο" σε όποιον τολμούσε να ξεστομίσει έστω μια λέξη από αυτή την αποτρόπαια διάλεκτο, βάζοντας τον να παρακολουθήσει τους τελικούς κρίκετ Ινδίας μέχρι πέρατος! Και φυσικά κάτι τέτοιο σήμαινε αυτόματος "αποκλεισμός" από οποιαδήποτε συμμετοχή στα Epsom Derby και γενικά οποιοδήποτε σκέλος του Triple Crown. Ο απόλυτος όνειδος για έναν Καλλέργη....

"Ηθική αυτουργός" για το παράπτωμα αυτό της Μαριβίκης, ήταν η κολλητή της από μικρό παιδί, Τζοάνα. Οι γονείς της Μαριβίκης δεν την συμπαθούσαν ιδιαίτερα. Λίγο το όνομα της που θύμιζε τριτοτέταρτη κομμώτρια από το Περιστέρι, λίγο το ότι από την πλευρά του πατέρα της είχε κατά ένα τέταρτο καταγωγή από Μανωλιάσα, δεν ήθελαν και πολύ. Και τα λεγε η μητέρας της Μαριβίκης, Ελισάβετ Βονδιλάγκη, του γνωστού Οίκου των Βονδιλάγκηδων, στην φίλη της Αμαλία: "Χρυσή μου, μα πως μπορείς; Ο Ναθαναήλ δεν είναι  "καθαρός"... ακούς εκεί Μανωλιάσα...". Όμως η Αμαλία δεν άκουγε με τίποτα. 10 ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν ο Αναξίμανδρος και η Βερονίκη Καστέλλη να χωνέψουν το γεγονός ότι, αν και βαθύπλουτος μετά από πολύ προσωπικό αγώνα, στα 28 του ο Ναθαναήλ δεν ήταν απόλυτα ευγενής... 
Έτσι λοιπόν η μικρή Μαριβίκη, κατάφερε κι έμαθε τα απλά πρωτευουσιάνικα, με μεγάλη δυσκολία, καθώς μια τέτοια διάλεκτος απαιτεί εξάσκηση στην προφορά, και ξεφεύγει από τον αμφιβραχύ δεκαπεντασύλλαβο στο οποίο είχε συνηθίσει να εκφράζεται, σε απλό, λαϊκό ιαμβικό πεντασύλλαβο. Κάτι τέτοιο φυσικά απαιτούσε και ώρες ατελείωτες μακριά από το οποιονδήποτε στενό της πρόσωπο. 
Η Τζοάνα επέμενε όμως. Η ίδια της, χάρη στην χρήση αυτής της διαλέκτου και φυσικά όντας μακριά από την επίβλεψη των δικών της, κατάφερε και συνευρέθει με άτομο εκτός του κύκλου. Ήταν ένας Χαλανδριώτης, ο οποίος την είχε μπανίσει σε κάποιο καφέ στο Καπανδρίτι, όπου τυχαία βρέθηκε με το Γκολφάκι του, γιατί είχε χάσει το δρόμο για Χαλκούτσι που χε κανονίσει να πάει με κολλητάρια για γυμνισμό. Ωστόσο στον ελάχιστο χρόνο που είχαν στη διάθεση τους, δεν κατάφεραν να προχωρήσουν και πολύ την σχέση τους, παρόλα αυτά κατάφεραν κάτι που για μια κοπέλα της κλάσης της Τζοάνας ήταν σχεδόν ανήκουστο: συνομίλησαν για πάνω από 10λεπτο, με συνοδεία καπουτσίνο σε καφέ ιθαγενών μαρουσιωτών, κάπου στο The Mall. 
Αυτό ήταν αρκετό για την Μαριβίκη. Ήθελε κι αυτή να ζήσει την περιπέτεια, το άγνωστο, το.... απαγορευμένο που λέει και η θεάρα Βίσση. Πως θα ξέφευγε όμως από την συνεχή και αυστηρή επίβλεψη των γονιών;


Συνεχίζεται....


Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Express - Μέρος Τρίτο - Επίλογος




Η νύχτα έδωσε τη σειρά της σε ένα μουντό πρωινό. Η μέρα δε βρήκε τις ακτίνες του ήλιου να χαιδεύουν τα κουρασμένα κορμιά των δυο ερωτευμένων. Μια περίεργη αίσθηση υπήρχε στην ατμόσφαιρα, μια αίσθηση υγρασίας, μούχλας…. Τα δωμάτια, αν και σε διαμπερές δυάρι, έμοιαζαν ιδιαίτερα σκοτεινά, πράγμα ασυνήθιστο και για την εποχή και για το μέρος….

Η περήφανη “καριόλα” του Κορνήλιου ήταν άδεια, με τα σεντόνια ανακατεμένα. Σε κάποια στιγμή ο Κορνήλιος άνοιξε με δυσκολία τα βαριά κι εξουθενωμένα μάτια του. Σκοτάδι παντού. Σιγά σιγά ανακτούσε τις αισθήσεις του, κι ένιωθε ένα απροσδιόριστο κρύο να τον κοκκαλώνει. Με το δεξί του χέρι προσπάθησε να πιαστεί από εκεί που νόμιζε ότι ήταν η άκρη του κρεβατιού του, όμως ένιωσε κάτι υγρό που έμοιαζε περισσότερο με τη μπανιέρα του σπιτιού. “Μα πώς…” αναρωτήθηκε, καθώς δεν είχε λογική αυτό που συνέβαινε. Με την αφή κατάλαβε πως η μπανιέρα ήταν γεμάτη πάγο, και καθώς είχε πλέον συνέλθει, όλα άρχισαν να έχουν νόημα. Θα μπορούσε να ‘ταν όντως κάτι τόσο ζοφερό, όσο αυτό που του ‘ρθε πρώτα στο μυαλό; Ένιωθε έναν βαθύ πόνο στ’ αριστερά της κοιλιάς του, προς το πλευρό. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε το αριστερό του χέρι, σα να χε παραλύσει. Ψαχουλεύοντας με το δεξί, ακούμπησε στο ραφάκι δίπλα από τη μπανιέρα, όπου και ένιωσε κάτι που έμοιαζε με φακό. Χωρίς δισταγμό, άρπαξε το φακό και φώτισε το μπάνιο προσπαθώντας να δει τι συνέβη. Και η Στέισι; Είναι καλά; Κι αν έπαθε κι αυτή κάτι; Ο Κορνήλιος όμως, παλικάρι σωστό, μαθημένος στις στέπες του Κιλκίς, δεν πανικοβλήθηκε. Συνέχισε να ψάχνει με το φακό, και βρήκε κάπου παραδίπλα ένα κομμάτι χαρτί, σαν σημείωμα. Απλώθηκε όσο του επέτρεπε ο πόνος από το πλευρό του και άρπαξε το κομμάτι χαρτί. Ρίχνοντας φως στο σημείωμα, ανακάλυψε πως επρόκειτο για ένα μήνυμα από τη Στέισι. Κάτι που ούτε στα πιο φριχτά όνειρα του, στους πιο σκοτεινούς εφιάλτες του δεν θα μπορούσε να είχε σκεφτεί πως θα έβλεπε….







Κορνήλιε,




Για να διαβάζεις το σημείωμα αυτό, πάει να πει πως ξύπνησες στο μπάνιο και είσαι ακόμα ζωντανός… Ευτυχώς… Ίσως δεν θα πρεπε να είχαν συμβεί όλα αυτά, ίσως δεν θα πρεπε να σε είχα γνωρίσει καν, γιατί αυτό που κάνω, αυτό που μου συμβαίνει, είναι κάτι που δε μπορώ να ελέγξω. Είναι κάτι ακατανίκητο, κάτι πάνω από τις δυνάμεις μου και τις σκέψεις μου τις ίδιες. Είναι φορές πλέον που δεν ελέγχω τον ίδιο μου τον εαυτό. Και τότε κάνω αποτρόπαιες πράξεις Κορνήλιε… Ακόμα και αυτή τη στιγμή που σου γράφω νιώθω σα να χάνω τον έλεγχο των χεριών μου, του ειρμού και των σκέψεων μου. Ίσως να φταίει και το γυράκι που κουμπώσαμε χθες στο Express. Μαλακίες έλεγες πως ήταν το καλύτερο κρέας που θα φάω ποτέ… Τέλος πάντων, είναι πολλά που δεν ξέρεις για μένα, και καλύτερα να μην μάθεις και ποτέ. Το θέμα είναι ότι έπρεπε να φύγω. Λυπάμαι για όλα, δεν έφταιγα εγώ, δεν ήμουν εγώ….




Κορνήλιε, Ι AM THE GATE….




~~ Γιώργος ~~

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Express - Μέρος Δεύτερο - Κατάκτηση



Του το έπιασε....





… το ρετσινόκολο που είχε ετοιμάσει, κατά τον παραδοσιακό τουμπιώτικο τρόπο, και δειλά δειλά, δοκίμασε μερικές στάλες από το νέκταρ αυτό, που τόσο έδειχνε να λατρεύει ο αγαπημένος της. “Αχ Κορνήλιε, μου θυμίζει ένα Moscato bianco που χα δοκιμάσει κάποτε στο πανηγύρι του Αγίου Μάμα στη Χαλκιδική…” αναφώνησε αμέσως η Στέισι. Ο Κορνήλιος όμως δεν έδωσε σημασία. Ήταν το 89ο λεπτό της αναμέτρησης κι ο Αναστασιάδης αποφάσισε να βάλει το Λίνο για να ενισχύσει τη μεσαία γραμμή και να ανατρέψει το εις βάρος του αποτέλεσμα. Ακούστηκε από κάποιον οπαδό ότι πριν μπει στον αγωνιστικό χώρο ο Λίνο είπε στον προπονητή του: “Κόουτς, να μπει να βάλει ντέσερα γκολ να κερντίζομε, ή ντρία να κάνει ισοπαλία;” Ο διάλογος αυτός αρχικά φάνηκε να χαροποιεί την κερκίδα, η Στέισι όμως, ίσως από ένστικτο, ίσως από την απέλπιδη προσπάθεια να κερδίσει τον αγαπημένο της, σηκώθηκε όρθια, μια εμπριμέ οπτασία στη μαυρίλα της ‘4’, και φώναξε: “Που πας με Λίνο μωρή ντακότα; κολλύριο για τα μάτια θα χρειαστούμε!”. Οι φωνές άξαφνα πάγωσαν, δεν ακούγονταν πια συνθήματα, νεκρική σιγή και η Στέισι “κοκκαλωμένη” πλέον, κοιτούσε τον Κορνήλιο ο οποίος όμως δε μπορούσε να τη βοηθήσει. Όμως, χωρίς να το περιμένει, η φωνή του οργανωτή ήρθε να την καθησυχάσει: “Πες τα μωρή! Ρε καλόγερε Αναστασιάδη, άστα κομποσκοίνια και τα πετραχήλια και πες τον Κλάους να πάρει το γκώλο του να παίξει!” Αυτό ήταν. Γκολ από την σέντρα. Ο Κορνήλιος ήταν για πάντα δικός της…..


Το σκορ έμεινε το ίδιο. Τα αισθήματα του Κορνήλιου όμως είχαν αλλάξει. Τη θέση της παντελούς αδιαφορίας πήρε ένα αίσθημα θαυμασμού και σεβασμού για την νεαρή που τόλμησε να επαναστατήσει εκεί που τόσοι και τόσοι μαντράχαλοι δεν το κάναν ποτές. Και ίσως.. ίσως.. ίσως ένα ακόμα αίσθημα, ένα αίσθημα πιο δυνατό από όλα τα άλλα μαζί, που τα πάντα νικά κι όλα τα κακά σκορπά. Αγάπη.

Ήθελε να την κάνει δική του εδώ και τώρα αλλά ήξερε ότι έπρεπε όλα να γίνουν σωστά.
“Θες να πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;” ρώτησε καθώς βγαίνανε από το γήπεδο.
“Θέλω..” απάντησε η Στέισι, νιώθοντας ήδη πιο οικεία μαζί του μετά από ότι συνέβη στο “ναό”. 

“Τι προτιμάς, γύρο ή κρύο σάντουιτς;”
“Μμμ, νομίζω γύρο!”
“Μωράκι είσαι πολύ τυχερή, ξέρω ένα καταπληκτικό μαγαζί εδώ κοντά! ...Δεν σε πείραξε που σε είπα μωράκι, έτσι;” ρώτησε αμήχανα.

Ο Κορνήλιος είχε μαλακώσει και η Στέισι το κατάλαβε αμέσως αυτό.
"Νομίζω ότι είναι εντάξει”, είπε και χαμογέλασε τρυφερά.
“Στο Express λοιπόν!” φώναξε γελώντας ο οικοδόμος και ξεκινήσανε για τον πιο νόστιμο γύρο στα κάρβουνα που θα γευόταν ποτέ η Στέισι.

Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει, και οι πρώτες ενδείξεις πως επρόκειτο για τον καλύτερο γύρο της πόλης [citation needed], εμφανίστηκαν: αυτή η αξεπέραστη ευωδία, τουμπιώτικου γύρου, με αναλογία ποιότητας, 80 σάπιο 20 λίπος, έγινε αισθητή….

“Αχ μωρό μου είχες δίκιο, πρώτη φορά έρχομαι σε επαφή με κάτι τέτοιο…”, δήλωσε όλο ενθουσιασμό η Στέισι.
“Ένα τόσο ευαίσθητο μπουμπούκι σαν εσένανε, δε θα άξιζε τίποτε λιγότερο Στέισι”, είπε με την σαγηνευτική αρρενωπή φωνή του, 3 οκτάβες πιο μπάσα από το κανονικό, και αμέσως παρήγγειλε 2 πίτα γύρο απ’όλα με έξτρα μπούκοβο και σως πάπρικα. Σαν αποτέλεσμα, η Στέισι, ένιωσε μια ευχάριστη κρύα αύρα, που τις δημιούργησε ανατριχίλες σε όλο της το κορμί. Ένα ευχάριστο συναίσθημα, στην αντίθεση της κοσμοπολίτικης λαύρας που έκαιγε την γύρω περιοχή.

“Σ’έχω καταλάβει ότι σου αρέσουν πικάντικες καταστάσεις μωρό μου, κι εγώ είμαι άντρας που ξηγιέται στα ίσια από την αρχή: Το γύρο μου και το κορίτσι μου τα θέλω λαδωμένα και καυτά”. Με αυτό το “καυτά”, με το μακρόσυρτο κι αισθησιακό τράβηγμα της λέξης, ο Κορνήλιος της είχε δώσει να καταλάβει πως ΑΥΤΉ, ήταν η νύχτα τους. Η νύχτα που αυτές οι δυο τόσο μόνες και τόσο μελαγχολικές ψυχές, θα γινόντουσαν ένα, κάτω από τα φώτα της Νύφης του Θερμαικού, ανάμεσα σε μυρωδιές πικάντικες από τα ντελικατέσεν εδέσματα που προσφέρει τόσο απλόχερα η Κάτω Τούμπα, στα γεμάτα έρωτα και πόθο νεαρά ζευγάρια….

“Ο γύρος ήταν όντως πολύ καλός!”, είπε η Στέισι ρουφώντας μία γουλιά ρετσίνα Γεωργιάδη από το ποτήρι της.
“Στο είπα ότι είναι το καλύτερο κρέας που θα φας” απάντησε τολμηρά ο Κορνήλιος και της έκλεισε το μάτι.
“Νομίζω ότι θα πάρω άλλη μία ρετσίνα για να το χωνέψω αυτό που είπες”, αποκρίθηκε τάχα θιγμένη η hairstylist, όπως της άρεσε να αυτοαποκαλείται, και παρήγγειλε άλλο ένα πράσινο μπουκάλι νέκταρ.

Ο Κορνήλιος φοβήθηκε για μια στιγμή ότι το τράβηξε πολύ.. Ένα τέταρτο αργότερα και αφού είχε ήδη πληρώσει το λογαριασμό με τα τίμια χρήματά του, σηκώνοντας από το τραπέζι συναντάει το προτεταμένο χέρι της Στέισι.


“Και τώρα;” τον ρώτησε με μάτια όλο νόημα.
“Ας περπατήσουμε”, αποκρίθηκε ο Κορνήλιος, μόνο και μόνο για να την τυραννήσει -και τον εαυτό του μαζί- λίγο ακόμα.


Η οδός Παπάφη φωτίζονταν από το γλυκό κιτρινωπό φως των κολόνων δεξιά και αριστερά και ένα δροσερό αεράκι είχε πάρει τη θέση του λίβα που φυσούσε λίγες ώρες πριν. Είχε νυχτώσει πλέον για τα καλά και τα τσιμέντα των οικοδομών είχαν ήδη ξεράσει όση ζέστη είχαν συσσωρεύσει κατά τη διάρκεια της καυτής μέρας. Το καλοκαίρι στην πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι και ό,τι καλύτερο, αλλά σήμερα ο καιρός έπαιζε ένα ευχάριστο παιχνίδι, συνωμοτώντας με έναν έρωτα που ήταν έτοιμος να γεννηθεί. Τα φύλλα των δέντρων χόρευαν νωχελικά σε έναν αργό και ερεθιστικό ρυθμό που τους έδινε ο ασθενής άνεμος, σαν μικροσκοπικά πράσινα σώματα που λικνίζονταν ακούγοντας bachata. Το νεαρό ζευγάρι δεν μίλαγε, αλλά επικοινωνούσε, δεν έτρεχε, αλλά βιαζόταν. Ο Κορνήλιος έσπασε την παρατεταμένη σιωπή:

“Έδώ πιο πέρα είναι το σπίτι μου, μήπως θέλεις να πιούμε μια μπύρα;”
“Ναι!” απάντησε πιο γρήγορα από ότι νομισε η Στέισι.

Το σπίτι του Κορνήλιου, ήταν αρκετά μίνιμαλ. Μια πολυκατοικία, με τα χαρακτηριστικά 80’s γνωρίσματα, τότε που ο άδολος σοσιαλισμός του ΠΑΣΟΚ ήταν εμφανής παντού. Το εσωτερικό του σπιτιού προιδέαζε τον επισκέπτη για το ποιόν του νοικοκύρη: καναπές ξύλινος με κάλυμα βελέντζα, δώρο της μάνας στο νέο σπιτικό του γιού στην πόλη, μια βιβλιοθήκη γεμάτη διάφορα μπιμπελό, τα περισσότερα μπομπονιέρες, σουβενίρ από διάφορους γάμους, μια κακοζωγραφισμένη νεκρή φύση από κορνιζάδικο στον τοίχο, κι ένα τραπεζάκι ΙΚΕΑ, το καμάρι του, όπως έλεγε ο Κορνήλιος. Η Στέισι ένιωσε τόσο βολικά, σα να ζούσε από πάντα εδώ….

“Κάθισε”, είπε κάπως αναποφάσιστα ο Κορνήλιος, μιας και ξέροντας πως είχε πιτσικάρει λίγο το ένα πόδι του καναπέ, φοβόταν μη τυχόν δημιουργήσει κακή εντύπωση στην Στέισι από κάποιο χαριτωμένο “ατύχημα”.
“Πάω να φέρω τις μπυρίτσες μας, ελπίζω να σου αρέσει η Άμστελ…” είπε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα.
“Είναι η μάρκα μου!” αποκρίθηκε χαμογελώντας η Στέισι, και ακούμπησε τα χέρια της σταυρωτά πάνω στα πόδια της. 


Ο Κορνήλιος επέστρεψε με τις 2 δυο μπύρες και 2 ποτήρια Asterix, δώρο της nutella, που τόσο αγαπούσε να παίρνει με το πρωινό του. Αφού σέρβιρε και τους δύο, σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα, την πρόποση του, και είπε:

“I am the Gate!” και γέλασε φέρνοντας το ποτήρι στα χείλη του. Η Στέισι δεν πολυκατάλαβε την πρόποση του Κορνήλιου, όμως χαμογέλασε αμήχανα και ήπιε την πρώτη της γουλιά….

“Λοιπόν Στέισι, θα σου μιλήσω ξεκάθαρα… Κοπέλες σαν κι εσένα δεν υπάρχουν στην πιάτσα, δεν διάλεξα τυχαία να βγω ραντεβού μαζί εξάλλου…”

“Αχ Κορνήλιε, δεν ξέρω τι να πω…” αποκρίθηκε η Στέισι, “... δεν έχω και πολλές εμπειρίες από ραντεβού….”

“‘’χχ αγάπη μου, θα σε μάθω κάτι εμπειρίες, θα σε κάνω εγώ κοπέλα μου λαμπάδα!”


Τότε ήταν που η Στέισι συνειδητοποίησε με ποιον είχε να κάνει… Πλέον ήταν σίγουρη πως ο άνδρας που είχε απέναντι της, αυτός ο δαίμονας με το αγγελικό πρόσωπο, ήταν ξεκάθαρα αυτό που περίμενε όλη της ζωή, κι αυτό την τρέλαινε από πόθο και ηδονή.

Χωρίς δισταγμό ο Κορνήλιος την άρπαξε και σχεδόν αμέσως ξεκίνησε να τη φιλάει στο λαιμό, χαιδεύοντας της τα πόδια. Η καυτή από το μπούκοβο ανάσα του, έκανε τα λαιμά της να ιδρώνουν κι αυτό την έφτιαχνε ακόμα πιο πολύ. Ο Κορνήλιος, μη μπορώντας πια να κρύβει επιμελώς την ανυπόφορη καύλαν του, της έβγαλε αργά αργά τα ρούχα…

“Τώρα τώρα τώρα, σε θέλω μανάρι μου!” βροντοφώναξε και ήταν η στιγμή που την έστηνε στα τέσσερα και κατέβαζε την μπεζ κιλότα, ότι πιο σέξυ και συνάμα σεμνό μπορούσε να βρει η Στέισι στην γκαρνταρόμπα της. Κατεβάζοντας κι ο ίδιος το παντελόνι του, έδειξε αμέσως τις προθέσεις του, με τον “ανδρισμό” του, να είναι ερεθισμένος, και έτοιμος να κατακτήσει το “σύμπαν” της. Κάθε ρομαντισμός είχε πια χαθεί, αλλά αυτό δεν απασχολούσε τη Στέισι. Τον ήθελε πολύ, τον ήθελε απεγνωσμένα, ήθελε να την κάνει δική του, να την κατακτήσει σαν πολύτιμο τρόπαιο, όπως αυτό που κατά πάσα πιθανότητα θα έχανε και φέτος ο ΠΑΟΚ. Ο Κορνήλιος όμως, επιφύλασε κάτι το εντελώς πρωτόγνωρο για την Στέισι. Έχοντας την στα τέσσερα, βύθισε το είναι του, στην πίσω πόρτα της, η οποία ήταν “όαση” για τον “πυρακτομένο” από ηδονή εγωισμό του και για τις πρωτόγονες ορέξεις του οργισμένου αναβάτη της. Ναι. Η Στέισι ήταν πλέον σίγουρη, είχε να κάνει με έναν πρωταθλητή Οθωμανικού δικαίου, έναν αδηφάγο κατακτητή, έναν κουρσάρο της ηδονής….


“Μη φοβάσαι μικρή μου, μπορεί να με βλέπεις σαν ένα απάνθρωπο κτήνος, έναν ανελέητο γητευτή των αισθήσεων. Και ίσως να είμαι…” είπε ο Κορνήλιος και συνέχισε να επιδίδεται με ξέφρενο ρυθμό, σε μια ανίερη ερωτική πράξη, η οποία όμως είχε συνεπάρει την Στέισι στη σκοτεινή της αγκαλιά. Αναστέναζε όλο πάθος, καθώς ο Κορνήλιος κινούνταν παλινδρομικά μέσα της, μην αφήνοντας της περιθώρια να αντιδράσει, κρατώντας το κεφάλι της με το πρόσωπο στο μαξιλάρι, κάνοντας, την μέχρι πρότινος απαγορευμένη είσοδο της, να μοιάζει με μυρμηγκοφωλιά που βαριανασαίνει…. Το αντικείμενο του πόθου της, ήταν αρκετά προικισμένο, είχε ακούσει άλλωστε για την λεβεντομάνα πεδιάδα του Κιλκίς, και τώρα ένα τέτοιο παλικάρι δάμαζε την πολύτιμη γυναικεία της φύση…


“Μη σταματάς να με παίρνεις Κορνήλιε…”, τόλμησε να ψελλίσει η Στέισι…. Ο Κορνήλιος όμως είναι ένας άντρας που δεν δέχεται διαταγές, ούτε ανέχεται κουβεντολόι στο κρεβάτι κι αμέσως η Στέισι ένιωσε με περίσσεια δύναμη την παλάμη του στο δεξί οπίσθιο της, κάνοντας το να κοκκινίσει και την ίδια να βογκήξει από ηδονή. Ήθελε να φωνάξει, να του ζητήσει να τη χτυπήσει ξανά και ξανά, κάτι που δεν είχε επιτρέψει ποτέ σε κανέναν, όμως μπρος σε τέτοιον επιβήτορα, ήταν διατεθειμένη να υποκύψει στα πάντα. “Χτύπα με κι άλλο… υπέταξε με… ξεφτίλισε με άντρακλα μου!!!” ούρλιαξε η Στέισι, καθώς δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Ένα ρίγος διαπερνούσε όλο της το κορμί, ένα ρίγος που ξεκινούσε από τις άκρες των ποδιών κι έφτανε μέχρι τα νύχια της ψυχής της. Αυτό που λαχταρούσε, αυτό που αναζητά κάθε γυναίκα από τον έρωτα της ζωής της, ήταν πλέον έτοιμο να γίνει πραγματικότητα:

το όνειρο του πολλαπλού οργασμού ήταν πια προ τον πυλών!
Ο Κορνήλιος, μετρ του είδους, αναγνώρισε αμέσως τα σημάδια που πρόδιδαν την επερχόμενη έκρηξη θηλυκότητας της Στέισι και “κατεβάζοντας τρίτη” ετοιμάστηκε για μία τελευταία “γκαζιά”. Όντας μεγάλος φίλος των γρήγορων αυτοκινήτων, των φαρδιών ζαντολάστιχων και των φωτών τεχνολογίας Neon, χρησιμοποιούσε συχνά την οδηγική διάλεκτο όταν αναφερόταν σε γυναίκες και ότι είχε να κάνει με αυτές. Κατ’αυτόν, η Στέισι είχε μεγάλους “αερόσακους” και η “πίσω κίνησή” της ήταν εξαιρετική. Τώρα λοιπόν ήταν η ώρα να τερματίσει το κοντέρ της συντρόφου του…

Αυξάνοντας το ρυθμό και την ταχύτητα των κινήσεων του και ακριβώς πριν “πιάσει κόφτη”, δάκρυα χαράς άρχισαν να κυλούν στα μάτια της Στέισι, καθώς ξεσπούσε σε δυνατές κραυγές ηδονής και αγαλίασης. Το σώμα της σπαρταρούσε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό, σαν τρεμάμενο μικρό παιδί στη θέα του Michael Jackson. Η φωνή της έβγαινε με το ζόρι πλέον και αν τα χέρια της δεν ήταν “δεμένα” πίσω από την πλάτη της, θα ήθελε να χειροκροτήσει με όση δύναμη της είχε απομείνει.

“Γι’αυτό χειροκροτήστε τον….”, σκέφτηκε να παραφράσει τον αγαπημένο Έλληνα καλλιτέχνη και χαμογέλασε μέσα της.

Έχοντας ολοκληρώσει, και νιώθωντας αδύναμη, σα να την έχει εγκαταλείψει η ίδια της η ψυχή, η Στέισι ξάπλωσε τ’ανάσκελα αντικρίζοντας για πρώτη φορά τον “ανδρισμό” του Κορνηλίου. Έμεινε με το στόμα ανοιχτό, αποσβωλομένη τελείως, καθώς δεν είχε ξαναδεί ποτέ της κάτι τέτοιο….

“Μ’ έχεις τρελάνει μανίτσα, κοντεύω να εκραγώ!” αναφώνησε ο Κορνήλιος, κρατώντας το “εργαλείο” του στα χέρια του…

“Είμαι έτοιμη να δεχτώ το νέκταρ σου μωρό μου… ολοκλήρωσε πάνω μου…” ίσα που πρόλαβε να πει η Στέισι στον αγαπημένο της, μιας κι αυτός πλησίασε προς το πρόσωπο της κραδαίνοντας το διεγερμένο μόριο του. Και τότε… με μια κίνηση, μια ερωτική “ζαριά”, ο Κορνήλιος ολοκλήρωσε, αφήνωντας μια κραυγή υπέρτατης ηδονής και απόγνωσης ταυτόχρονα, σε μια στιγμή η οποία φάνηκε να κρατάει αιώνες στα μάτια της Στέισι, η οποία δέχτηκε τα πολύτιμα υγρά του, στο απαλό σαν μέλι, πρόσωπο της. Αυτό ήταν… Ένας μεγάλος έρωτας γεννήθηκε, σε ένα μικρό δωμάτιο, σε ένα λάγνο κρεβάτι, ποτισμένο από τον ιδρώτα και τον έρωτα δυο κατάφορα καυλωμένων νέων. Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα, εκεί ψηλά στον Υμηττό, εκεί, εκεί, στη Β’ εθνική….


“Μέσα από αναστεναγμούς έρχονται γλυκά δεινά απόψε…”

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Express - Μέρος πρώτο

Λέξεις και ψίθυροι


Σάββατο βράδυ... Η ώρα περνούσε και αυτός δεν έλεγε να εμφανιστεί... Εδώ και δέκα λεπτά οι δείκτες του ρολογιού είχαν περάσει τις εννιά, δυο ώρες αφότου είχε δώσει ραντεβού. Η Στέισι είχε ήδη αρχίσει να απελπίζεται, “Και αν δεν έρθει;” σκεφτόταν… “Καλύτερα να μην έρθει…”, “Δεν ξερω - δεν ξερω - δεν ξερω… “.  Τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά, η αίσθηση του χρόνου είχε χαθεί, σαν χρόνια που αναγκάζουν το λουλούδι να ανθίσει, σαν την προσμονή του κατσικιού σε κάποια πασχαλιάτικη σούβλα, σαν ταινία παλιά που τέλος δεν έχει, σαν τα χιόνια…. Είναι δύσκολο να δίνεις ραντεβού στο περίπτερο μπροστά απ’το Γυράδικο στην Τούμπα, οι αισθήσεις αμέσως διεγείρονται και οι σκέψεις τρέχουν πάντα προς καλύτερες εποχές, εποχές που όλοι μας ενδόμυχα όλοι ποθούμε αλλά γνωρίζουμε καλά πως ποτέ δεν μπορούμε να ξαναζήσουμε….

Η Στέισι είχε ραντεβού με τον Κορνήλιο. Ένα πρότυπο άνδρα, κοντά στα 32 αλλά όχι πάνω από 35, μελαχροινός στην όψη, με μαλλιά ανοιχτόχρωμα, σχεδόν  θα έλεγε κάποιος σαντρέ με αποτυχημένο ρεφλέ,  ασορτί με το μουσταρδί Timberland μποτάκι, κατάλοιπο του καθημερινού μόχθου της πορείας του προς την ενηλικίωση. Μια ενηλικίωση που οι κύριες πράξεις παίχτηκαν στα αχανή βαμβακοχώραφα του Κιλκίς, με συνοδεία τραγικών καταστάσεων στο ρόλο της μήτρας της ζωής που σφυρηλάτησε τον Ήρωα μας.

Κάπου, όχι πολύ μακριά, ο Κορνήλιος, έμοιαζε σαν χαμένος στις σκέψεις του…. Ήταν πια συνήθεια καθημερινή, να πηγαίνει στο γνώριμο γι αυτόν περίπτερο προς αναζήτηση της μοναδικής συντροφιάς, στην μοναξιά του: τα αγαπημένα του περιοδικά πορνό με δώρο 2 dvd για τη συλλογή του. “Το καλό το τσοντικό, απ’το βυζάκι στο εξώφυλλο φαίνεται…” θυμήθηκε το παλιό γνωμικό και χαμογέλασε διακριτικά… “Κορνήλιε!”, μια φωνή διέκοψε τις σκέψεις του. “Κορνήλιε!”, ξανακούστηκε.  Ήταν η Στέισι, το πρώτο του ραντεβού εδώ και 3 χρόνια… “Ήρθε νωρίς…” σκέφτηκε, “πρέπει να ναι απελπισμένη”. Τα μάτια της στιγμιαία θόλωσαν καθώς η χαρά που την διαπέρασε της κατέστησαν το ΚΝΣ σε μια κατάσταση αμοκ. Πρωτόγνωρο ακόμα και για αυτήν. “Μα τι χαζή που είμαι, ήταν ακριβώς δίπλα μου” είπε από μέσα της κι αμέσως έτρεξε να βγάλει μια γκαζόζα από το ψυγείο που ήταν δίπλα του, ενώ αυτός ακόμα ανακάτευε τα περιοδικά. Το ραντεβού πλέον μπορούσε να ξεκινήσει….

Ξεκίνησαν να περπατάνε προς τον “ναό”. Έτσι αποκαλούσαν το γήπεδο της τοπικής ομάδας οι φίλαθλοι. Στην πορεία η Στέισι ήθελε να του πιάσει το χέρι,  αλλά της φάνηκε υπερβολικό. Είχαν περάσει άλλωστε μόνο 10 δευτερόλεπτα που ήταν μαζί. “Είναι πολύ νωρίς” σκέφτηκε.  Τα μαλλιά της ήταν αρκετά πρόχειρα για κομμώτρια, αλλά είχε καλή δικαιολογία, καθώς ο καυτός λίβας που φυσούσε το τελευταίο δίωρο την είχε αναγκάσει να τα μαζέψει και να τα ξαναφήσει ελεύθερα αρκετές φορές. “Έτσι είναι πιο όμορφα / σκάω ρε γαμώτο! / πρέπει να είμαι όσο πιο σέξυ μπορώ / πουτάνα ζέστη! / Ο χειμώνας έρχεται...”,  οι σκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη με τρομαχτική για το επάγγελμά της ταχύτητα. Τίποτε όμως δε μπορούσε να αποστρέψει το βλέμμα της από τα ανεκδιήγητα “εξωτικά” μαλλιά του Κορνήλιου, “Μα που τα βάφεις έτσι ρε αγάπη μου; γελάει ο κόσμος…”, σκεφτόταν και το μόνο που ήθελε ήταν να βυθίσει τα δάχτυλα της ανάμεσα στις μπούκλες του. “Είναι το καμπίσιο νερό που δίνει την αίσθηση του αποτυχημένου σαντρέ στα μαλλιά μου…”, είπε χαριτολογώντας ο Κορνήλιος, λες και ήταν στο μυαλό της τόση ώρα. “Μα πως…” ψελισε η Στέισι. “Σώπασε μικρή μου, είναι πλούσιο σε άλατα και θειούχες ενώσεις το νερό του Κιλκίς, και επηρεάζει το χρώμα του μαλλιού… Όσο και να  ήθελα να μοιάζω με τραβέλι μπετατζή, δεν γίνεται, ολάκερος Σαλονικιός;” συνέχισε ο Κορνήλιος και αμέσως ένα σκίρτημα, μια πρωτόγνωρη ανατριχίλα, διαπέρασε το φιλήδονο, αλλά συνάμα αθώο κορμάκι της Στέισι. Δεν πρόλαβε να ψελλίσει κάτι, όταν ξαφνικά την άρπαξε στα στιβαρά και σκληροτράχηλα απ’ το λιοπύρι χέρια του, και όλο νόημα είπε “Μωρή μαλάκω, παίζει ο ΠΑΟΚ σήμερα και ξεχαστήκαμε! Τζάμπα πήρα το διαρκείας;” Δεν καταλάβαινε και πολλά από την αδιανόητη αργκό του Κορνήλιου, παρόλα αυτά, δεν του έφερε καμιά αντίρρηση και τον ακολούθησε στο γήπεδο, καθώς το ματσάκι είχε ήδη αρχίσει και ο Τζαβέλλας είχε μόλις κερδίσει κόρνερ σε πολύ πλεονεκτική θέση.

Το ματς πλησίαζε στο ημίχρονο και η “αρρώστια” του Κορνήλιου όπως την αποκαλούσε βρισκόταν πίσω στο σκορ με 3-0. Δεν θα τον πείραζε τόσο αν ο αντίπαλος δεν ήταν το μισητό σωματείο του Πειραιά, μια ομάδα που ήταν ξεκάθαρα ότι καλύτερο κυκλοφορούσε στα ελληνικά γήπεδα. Ο Κορνήλιος το γνώριζε αυτό αλλά τυφλωμένος από το μίσος του άρχισε να επιδίδεται σε έναν ασταμάτητο μονόλογο όπου οι οκτώ στις δέκα λέξεις ήταν ακατάλληλες ακόμα και για πόρνη σε κωλόμπαρο της παλιάς εθνικής οδού Αθηνών-Λαμίας. Εκείνη όμως, στεκόταν δίπλα του στο γήπεδο και με κάθε βωμολοχία που εκτόξευε τον έβρισκε και λίγο πιο γοητευτικό, λίγο πιο “γκάβλα”, όπως αρέσκονταν να λέει με τις πελάτισσες της στο μικρό χώρο που νοίκιαζε για κομμωτήριο σε ένα στενό της Άνω πόλης. Τα μαλλιά του δεν ήταν τόσο τραγικά πια, ίσα-ίσα της φαινόταν “ψαγμένα” και “in” και “hot” και “wtf” που λεν οι νέοι. Δεν άντεξε. Προσπάθησε, αλλά δεν τα κατάφερε.

Του το έπιασε.

Συνεχίζεται.....